ῥυπαρότης

ῥυπαρότης
ῥυπαρότης
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ῥυπαρότητας — ῥυπαρότης fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυπαρότητι — ῥυπαρότης fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρυπαρότητα — η / ῥυπαρότης, ητος, ΝΑ [ῥυπαρός] νεοελλ. 1. η ύπαρξη βρομιάς, το να είναι κάτι ρυπαρό, ακάθαρτο 2. άσεμνη πράξη, άσεμνος λόγος ή τρόπος («το δημοσίευμα αυτό περιέχει ένα σωρό ρυπαρότητες») 3. μτφ. η ιδιότητα τού ανήθικου, φαυλότητα αρχ. αγένεια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”